ΚΟΠΑΔΙΑΡΙΚΑ ΨΑΡΙΑΟρισμένα είδη ψαριών προτιμούν τη μονήρη ζωή. Αντίθετα πάρα πολλά είδη, ατά οποία ανήκουν και τα σημαντικότερα από την άποψη της αλιευτικής παραγωγής, ζουν σε μεγάλα κοπάδια, που σε ορισμένες περιπτώσεις ξεπερνούν και τα 3.000.000.000 ψαριών.
Τα ψάρια αυτά από τη γέννηση τους ακόμη, έχουν σε πολύ μεγάλο βαθμό αναπτυγμένο το ένστικτο της κοινωνικότητας.
Βασικό χαρακτηριστικό των κοπαδιών αυτών δεν είναι μόνον ότι απαρτίζονται από ένα ιχθυολογικό είδος αλλά και από άτομα του αυτού μεγέθους και ηλικίας.
Όταν το κοπάδι απειλείται από τους εχθρούς του τα διάφορα δηλαδή αρπακτικά ψάρια κλπ,, για να αμυνθεί παίρνει ένα σφαιρικό σχήμα, συμπαγές, που προσφέρει τη μικρότερη εκτεθειμένη επιφάνεια, σε σχέση με τον όγκο του.
Η διάταξη αυτή φοβίζει τα μικρά αρπακτικά ψάρια. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι να μειώνονται οι κίνδυνοι του κοπαδιού από τα αρπακτικά ψάρια.
Η κοπαδιάρικη ζωή προσφέρει και άλλα πλεονεκτήματα στα ψάρια. Η εξεύρεση της τροφής είναι ευκολότερη καθώς και η αξιοποίηση της ορθολογικότερη. Όταν π.χ. ένα κοπάδι σκουμπριών ανακαλύψει μια θαλάσσια ζώνη πλούσια σε πλαγκτόν τότε αρχίζει και σχηματίζει συγκεντρικούς κύκλους που διακόπτονται από απότομα σταματήματα και αλλαγές της κατεύθυνσης, με ένα πραγματικά, αξιοθαύμαστο συγχρονισμό όλων των μελών του κοπαδιού.
Το κοπάδι των ψαριών δεν αντιπροσωπεύει μια τυχαία συγκέντρωση του αυτού είδους και ηλικίας. Αποτελεί μια κοινωνία ζωντανών οργανισμών, που υπακούει σε σαφείς κανόνες.
Είναι σημαντική η συμβολή της πλάγιας γραμμής στη λειτουργία του κοπαδιού.
Τα μεγαλύτερα κοπάδια ψαριών σχηματίζουν οι ρέγγες, οι σαρδέλες, οι μπακαλιάροι κλπ.
ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΙΣ ΨΑΡΙΩΝΤα ψάρια μετακινούνται από τόπο σε τόπο για τρεις βασικά λόγους:
• Για να βρούνε τροφή.
• Για να βρούνε καλλίτερο περιβάλλον, και
• Για την αναπαραγωγή τους.
Πολλά είδη ψαριών δεν μετακινούνται καθόλου από τον τόπο που γεννήθηκαν, ενώ άλλα ταξιδεύουν χιλιάδες χιλιόμετρα για να γεννήσουν τα αυγά τους. Τα τελευταία αυτά, ονομάζονται μεταναστευτικά ψάρια. Σ' αυτά ανήκουν οι τόννοι, παλαμίδες, σκουμπριά, σαφρίδια, ρέγγες, σαρδέλες, κολιοί, γαύροι, μπακαλιάροι κ.α.
Σαν καθαρά μεταναστευτικά ψάρια χαρακτηρίζονται μόνο οι τόννοι, οι παλαμίδες, τα σκουμπριά, οι κολιοί, οι ξιφιοί και τα μαγιάτικα. Τα υπόλοιπα είδη που αναφέραμε (ρέγγες, σαρδέλες, γαύροι, σαφρίδια, παπαλίνα κλπ.), ονομά¬ζονται ψευδομεταναστευτικά ψάρια ή εποχιακά.
Η διαφορά μεταξύ των δυο αυτών κατηγοριών ψαριών είναι ότι τα μεταναστευτικά ψάρια κάνουν πραγματικές ετήσιες μεταναστεύσεις και διασχίζουν απέραντες θάλασσες, ενώ τα ψευδομεταναστευτικά ή εποχιακά ψάρια κάνουν πολύ περιορισμένες μετακινήσεις, που δεν ξεπερνούν τα όρια της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας ή περιορίζονται μόνο στην περιοχή του ανοιχτού πελάγους.
Όπως αναφέραμε και πιο πάνω, οι τρεις βασικοί λόγοι που υπαγορεύουν τις μετακινήσεις των ψαριών, είναι η εξεύρεση της τροφής, η αναζήτηση καλλίτερου περιβάλλοντος και η αναπαραγωγή τους.
Το περιβάλλον το καθορίζουν, αποφασιστικά τρεις παράγοντες; η θερμοκρασία, η αλμυρότητα και η αφθονία τροφής (πλαγκτόν ή άλλα υδρόβια ζώα).
Τα μεταναστευτικά ψάρια είναι συνήθως στενόθερμα και στενύαλα. Κάθε είδος μεταναστευτικού ψαριού αναπτύσσεται φυσιολογικά σε ορισμένο εύρος θερμοκρασίας και αλμυρότητας του νερού.
Η μεταβολή των τιμών των παραγόντων αυτών αναγκάζει τα ψάρια να μετακινηθούν σε άλλες περιοχές, με καλλίτερες συνθήκες θερμοκρασίας και αλμυρότητας.
Η θερμοκρασία αποτελεί επίσης βασικό παράγοντα για την αναπαραγωγή των μεταναστευτικών ψαριών, τα οποία για να βρουν το κατάλληλο περιβάλλον για να αφήσουν τα αυγά τους, μεταναστεύουν σε περιοχές, πολλές φορές πολύ μακρινές.
Αξιοθαύμαστες πραγματικά είναι οι μεταναστεύσεις των χελιών, των σολομών, των πλευρονηκτών και άλλων ψαριών.
Στενόθερμα είναι τα ψάρια εκείνα που ζουν σε νερό με μικρό εύρος διακύμανσης της θερμοκρασίας τους. Ο οργανισμός τους δεν μπορεί να ανεχθεί μεγάλες μεταβολές της θερ¬μοκρασίας του νερού, όπως συμβαίνει στα ευρύθερμα ψάρια.
Στενύαλα είναι εκείνα που ζουν σε νερά με μικρή διακύμανση της αλμυρότητας τους. Ο οργανισμός τους δεν μπορεί να υποστεί μεγάλες μεταβολές της αλμυρότητας, όπως συμ¬βαίνει στα ευρύαλα ψάρια
Αλατότητα ή αλμυρότητα είναι η συνολική ποσότητα των διαλυμένων στο θαλασσινό νερό αλάτων. Εκφράζεται κατά βάρος, δηλαδή σε γραμμάρια ανά χιλιόγραμμο θαλασσινού νερού.
ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΘΑΛΑΣΣΙΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣΤο θαλάσσιο περιβάλλον, με βάση τις βιοτικές συνθήκες που ποικίλλουν από τη μια ζώνη την άλλη, διαιρείται σε τρεις περιοχές ή ζώνες:
[Πρέπει να είστε εγγεγραμμένοι και συνδεδεμένοι για να δείτε αυτόν το σύνδεσμο.]• Παράκτια περιοχή ή ζώνη
Είναι η περιοχή ή ζώνη που περιλαμβάνεται ανάμεσα στην ακτογραμμή και την ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα.
Όπως φαίνεται στην Εικόνα, μετά την Ηπειρωτική ή νησιώτικη υφαλοκρηπίδα, ακολουθεί μια απότομη κατηφορική επιφάνεια βυθού, που λέγεται ηπειρωτικό ή νησιώτικο υφαλοπρανές και καταλήγει στο βυθό της θάλασσας.
Το πλάτος της υφαλοκρηπίδας δεν είναι σταθερό, αλλά ποικίλλει ανάλογα με τη φύση της ακτής.
Όταν η ακτή από το μέρος της στεριάς έχει ορεινή διαμόρφωση, τότε η κλίση της είναι απότομη και φτάνει σχεδόν αμέσως στο βάθος των 200 μέτρων. Όταν, αντίθετα, η διαμόρφωση της ακτής προς το μέρος της στεριάς είναι πεδινή, τότε ο βυθός της που έχει ελαφριά κλίση μπορεί να απλώνεται μέχρι 300-400 χιλιόμετρα από την ακτογραμμή, μέχρις ότου φτάσει την ισοβαθή των 200 μέτρων.
Το πλάτος της Ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας έχει μεγάλη σημασία για την αλιεία, γιατί η απόδοση των αλιευτικών σκαφών εξαρτάται βασικά από αυτή.
Η υφαλοκρηπίδα παρουσιάζει μεγάλο πλάτος στις περιοχές του Βόρειου Παγωμένου Ωκεανού και της Βόρειας Θάλασσας, φθάνοντας μέχρι 600 χιλιόμετρα. Ο βυθός είναι τελείως επίπεδος και προσιδιάζει θαυμάσια για το ψά¬ρεμα με συρόμενα δίχτυα.
Στις ακτές της Νορβηγίας το πλάτος της υφαλοκρηπίδας φτάνει τα 200 χιλιόμετρα.
Αντίθετα στη Μεσόγειο είναι πολύ περιορισμένο. Ακριβώς, στο μικρό πλάτος της υφαλοκρηπίδας των ελληνικών ακτών οφείλεται η πολύ μικρή απόδοση της μηχανοκίνητης αλιείας στις θάλασσες μας.
Το όριο των 200 μέτρων βάθους παρουσιάζει ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτη¬ριστικά γνωρίσματα, από μηχανική, φυσικοχημική και βιολογική άποψη.
Πέρα από το όριο αυτό η δράση των κυμάτων παύει να επηρεάζει το βυθό, η θερμοκρασία του νερού παραμένει πρακτικά σταθερή, η φωτοσύνθεση σταματά πρακτικά, με αποτέλεσμα την απουσία φυτικών μικροοργανισμών και βλάστησης και την ελάττωση ή εξαφάνιση ορισμένων φυτοφάγων και πλαγκτοφάγων ψαριών.
Η ζώνη αυτή λέγεται και φωτεινή ή θερμή περιοχή της θάλασσας.
Οι διαφορές θερμοκρασίας που επικρατούν στα παράκτια νερά, εξηγούν την ποικιλομορφία της χλωρίδας (σύνολο των φυτικών ειδών) και της πανίδας (σύνολο των ζωικών ειδών) που συναντά κανένας στη ζώνη αυτή.
Οι θερμοκρασίες αυτές διαφέρουν ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος και μήκος της περιοχής.
Αντίθετα στις κάτω των 200 μέτρων θαλάσσιες περιοχές, η θερμοκρασία παραμένει πρακτικά, σταθερή και ομοιόμορφη, με αποτέλεσμα μια χαρακτη¬ριστική ομοιομορφία ζωής.
Η παράκτια περιοχή είναι πλούσια σε βλάστηση και σε αλιεύματα. Είναι η περιοχή που σφύζει κυριολεκτικά από ζωή.
Στην περιοχή αυτή παρατηρείται η πιο έντονη βιολογική δραστηριότητα.
• Αβυσσαία περιοχή ή ζώνη
Είναι η περιοχή του βυθού της θάλασσας, που συνεχίζει την παράκτια περιοχή και το ηπειρωτικό υφαλοπρανές και πέρα.
Χαρακτηρίζεται από την απουσία ηλιακού φωτός και χλωροφυλλούχων φυτικών οργανισμών.
Η διατροφή των θαλάσσιων ζώων που απαντούν σ' αυτή τη ζώνη, αποτελείται από υπολείμματα φυτών και πτώματα άλλων ζώων.
Όσο μεγαλύτερο είναι το βάθος, τόσο μικρότερος είναι ο αριθμός των ζώων που απαντούν στην περιοχή αυτή.
Ο βυθός της αβύσσου δεν είναι ομαλός. Υπάρχουν υφαλοροπέδια και υφαλαύλακες (τάφροι), μεγάλων, συνήθως διαστάσεων.
3. Πελαγική περιοχή ή ζώνη
Είναι η περιοχή ή ζώνη που βρίσκεται πάνω από την παράκτια και την αβυσσαία περιοχή.
Διακρίνεται σε δυο ζώνες:
α. Νεριτική ή νηριτική ζώνη, που καλύπτει σε όλο το πλάτος την Ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα.
Από βιολογική άποψη παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, για το λόγο ότι οι βιοτικές συνθήκες είναι πολύ πιο σταθερές από εκείνες που απαντούν στην παλιρροιακή ζώνη της ακτής.
Οι μεταβολές της θερμοκρασίας και της αλμυρότητας είναι λιγότερο απότομες και έχουν μικρότερο εύρος.
Στο κατώτερο όριο της, που συμπίπτει με την αρχή του υφαλοπρανούς, διαπιστώνεται συχνά μαζική άνοδος νερού από τα βαθειά στρώματα προς την επιφάνεια (ανάβλυση), που συμβάλλει στη συνεχή ανανέωση των φωσφορικών και νιτρικών αλάτων της φωτοσυνθετικής ζώνης.
Είναι η αποκλειστική, σχεδόν, ζώνη των αλιευτικών πεδίων, όπου ψαρεύεται το σύνολο, περίπου, των πιο γνωστών ψαριών.
β. Ωκεανική ζώνη, που καλύπτει την άβυσσο και διαιρείται κατακόρυφα σε τρεις διαφορετικές ζώνες: την επιπελαγική, τη μεσοπελαγική, και τη βαθυπελαγική.
Η επιπελαγική ζώνη περιλαμβάνει τη ζώνη από την επιφάνεια μέχρι βάθος 200 μέτρων. Στη ζώνη αυτή εισδύουν οι ηλιακές ακτίνες, η θερμοκρασία είναι αυξημένη, το οξυγόνο άφθονο και η κίνηση των νερών μεγάλη, εξαιτίας των ανέμων και των ρευμάτων.
Η μεσοπελαγική ζώνη περιλαμβάνει τα θαλάσσια στρώματα που βρίσκονται από τα 200 μέτρα βάθος έως τα 700 μέτρα.
Στη ζώνη αυτή επικρατεί ημίφως, η θερμοκρασία ανομοιόμορφα κατανεμημένη, το οξυγόνο λιγότερο και η αλμυρότητα μικρότερη.
Η βαθυπελαγική ζώνη βρίσκεται πέρα από τα 700 μέτρα βάθος, μέχρι τα 2.500 μ. Στη ζώνη αυτή η κίνηση του νερού είναι ασήμαντη, επικρατεί το απόλυτο σκοτάδι και η θερμοκρασία κυμαίνεται μεταξύ 0° και +8° C.
Η αλμυρότητα είναι σχετικά χαμηλή {κάτω από 35%). Κάτω από την Ωκεανική ζώνη υπάρχουν δύο ακόμη περιοχές:
α. Η αβυσσοπελαγική ζώνη, που εκτείνεται από το βάθος των 2.501 μέτρων μέχρι τα 5.000 μ., και
β. Η αδοπελαγική ζώνη, κάτω από το βάθος των 5.001 μ.