Σμερνα
Η σμέρνα ανήκει στα πολύ επικίνδυνα ψάρια. Ζουν γενικά σε θερμές θάλασσες, δεν έχουν στηθικά πτερύγια, τα δε πτερύγια της ράχης, της ουράς και τα κοιλιακά, είναι σχεδόν ενωμένα μεταξύ τους, δίνοντας την εντύπωση ότι πρόκειται για ένα πτερύγιο, που καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του σώματος.
Το δέρμα τους είναι γυμνό, χωρίς λέπια, με κηλίδες σαν τα νερά του μάρμαρου, με ωραίες και ζωηρές αποχρώσεις στα διάφορα είδη.
Το μήκος τους φτάνει μερικές φορές και τα 3 μέτρα. Είναι πολύ άγρια ψάρια κι αν τα πλησιάσει κανένας, δαγκώνουν. Τα μυτερά δόντια τους, που μοιάζουν σαν γάντζοι, μπορούν να χωθούν βαθειά.
Ζουν συνήθως κοντά στις ακτές, και καμιά φορά ανεβαίνουν τους ποταμόκολπους. Προτιμούν πέτρινους βυθούς. Νυχτόβια ψάρια.
Τα πιο γνωστά είδη της οικογένειας είναι:
1. Σμέρνα ελληνική Muraena helena
[Πρέπει να είστε εγγεγραμμένοι και συνδεδεμένοι για να δείτε αυτόν το σύνδεσμο.][Πρέπει να είστε εγγεγραμμένοι και συνδεδεμένοι για να δείτε αυτόν το σύνδεσμο.]Σώμα επίμηκες, βαθύ, πιεσμένο στο μπροστινό τμήμα. Μέγιστο βάθος σώ¬ματος ίσο με το 7,6 έως 12% του ολικού μήκους του σώματος. Η έδρα βρίσκεται λίγο πιο μπροστά από τη μέση του μήκους του σώματος. Κεφάλι ογκώδες, αψιδοειδές, με ραχιαίο προφίλ καμπύλο. Και τα δυο ρουθούνια είναι σωληνωτά. Οι σιαγόνες κλείνουν σε όλο το μήκος τους. Δόντια κωνικά, μακριά και οξεία, σε μια σειρά και στις δυο σιαγόνες, στην υπερώα, καθώς επίσης και στο κεντρικό κόκαλο της βάσης του στόματος (Vomer). Οι βραγχιακές σχισμές περιορίζονται σε μικρούς πλευρικούς πόρους. Ραχιαίο και εδρικό πτερύγιο κλεισμένα μέσα σε δερμικές πτυχές και ενωμένα με το ουραίο. Αρχή του ραχιαίου πτερυγίου λίγο πριν από τις βραγχιακές σχισμές (πόρους). Πλάγια γραμμή λίγο ορατή. Σπόνδυλοι 139-143. Το άνοιγμα του μπροστινού ρουθουνιού βρίσκεται κοντά στη μπροστινή πάνω περιφέρεια του ματιού. Το χρώμα της ποικίλλει σε μεγάλο βαθμό. Γενικά είναι καφέ σοκολατί, με μαρμαρώσεις κίτρινες ή άσπρες. Μερικές φορές είναι καφέ ομοιόμορφο. Βραγχιακές σχισμές και ένωση του στόματος τονισμένα μαύρα. Μάτια μικρά, τοποθετημένα στη μέση περίπου. Δεν έχει πλευρικά πτερύγια. Αναπαράγεται τους θερμούς μήνες. Τα αυγά έχουν διάμετρο 5-5,5 χιλιοστών και οι προνύμφες μοιάζουν με τους λεπτοκέφαλους των χελιών.
Βιότοπος: Παράκτιο, βενθικό ψάρι που ζει στα όρια της υφαλοκρηπίδας και σε βυθούς πέτρινους, μέσα σε ρωγμές βράχων και κρύπτες που καλύπτονται από φύκια. Είναι νυχτόβιο, αρπακτικό ψάρι. Τρέφεται με ψάρια και μαλάκια. Το μήκος της φτάνει μέχρι 1,30 μ. Η όψη της είναι άγρια και επιβλητική, γεγονός που φανερώνει μεγάλη αδηφαγία και αρπακτικότητα.
Στο αίμα της υπάρχει μία τοξική ουσία (μισό γραμμάριο από την τοξίνη αυτή όταν εισαχθεί με ένεση στο αίμα ενός μεγάλου σκυλιού, επιφέρει το θάνα¬το σε 4'). Η τοξίνη αυτή είναι ευαίσθητη στη θερμότητα, αλλά δεν δρα με πέ¬ψη, παρά μόνο παρεντερικά. Στον ουρανίσκο της έχει έναν αδένα με δηλητήριο, όπως τα δηλητηριώδη φίδια, που επικοινωνεί με ένα δόντι. Οταν δαγκώσει το θύμα της, χύνει το δηλητήριο όπως ακριβώς και η οχιά.
Ψαρεύεται με ειδικά παραγάδια και πετονιές. Απαιτείται μεγάλη προσοχή όταν τη φέρνουμε επάνω, γιατί είναι επικίνδυνη και δαγκώνει. Η σμέρνα γίνεται ακίνδυνη μόλις βγει από το νερό
και όταν περιχυθεί με ξύδι.Γεωγραφική εξάπλωση: Ατλαντικός, από τη Σενεγάλη μέχρι τη Μεγάλη Βρετανία, Μεσόγειος, ελληνικές θάλασσες.
Τεχνολογικά στοιχεία: Κρέας αρκετά νόστιμο και παχύ. Ήταν σε μεγάλη εκτίμηση από τους αρχαίους έλληνες (το αγαπητό τους φαγητό) και τους ρωμαίους, οι οποίοι τη μεγάλωναν μέσα σε ιχθυοτροφεία.
2. Σμέρνα καφετιά (γυμνοθώρακας)
[Πρέπει να είστε εγγεγραμμένοι και συνδεδεμένοι για να δείτε αυτόν το σύνδεσμο.]Ιχθυολογικά χαρακτηριστικά: Σώμα επίμηκες, κυλινδρικό, ελαφρά πιεσμένο στο πίσω από την έδρα τμήμα. Μέγιστο βάθος σώματος 6% περίπου του συνολικού μήκους. Έδρα λίγο πριν από τη μέση του ολικού μήκους του σώματος. Κεφάλι κοντό με ραχιαίο προφίλ πιεσμένο, πάνω από τα μάτια. Έχει μόνο το μπροστινό ρουθούνι σωληνωτό. Δόντια κυνόδοντες, τοποθετημένα σε δυο σειρές πάνω στα σαγόνια. Στο κεντρικό κόκαλο της βάσης του στόματος (Vomer) υπάρχει ένα δόντι.
Οι βραγχιακές σχισμές περιορίζονται σε μικρούς στρόγγυλους πόρους. Ραχιαίο και εδρικό πτερύγιο ενωμένα με το ουραίο. Αρχή του ραχιαίου πτερύγιου πριν από τις βραγχιακές σχισμές. Απουσία πλευρικών και κοιλιακών πτερυγίων. Αριθμός σπονδύλων 136-146. Το χρώμα της είναι καφέ, περισσότερο ή λιγότερο σκοτεινό, μερικές φορές κοκκινωπό. Μούρη και άκρο των κάτω χειλιών, σκοτεινά καφέ, ακολουθούμενα από μια κάθετη ανοιχτόχρωμη ωχρή ταινία πίσω από τη στοματική άρθρωση. Πτερύγια καφέ, με παρυφές ανοιχτού ω¬χρού χρώματος. Βραγχιακές σχισμές, κεφαλικοί πόροι και χείλη μαύρα. Το μήκος της φτάνει μέχρι 1,00 μ. Αναπαράγεται τις θερμές εποχές. Αυγά διαμέτρου 2,3-3,4 χιλιοστών. Προνύμφες που μοιάζουν τους λεπτοκέφαλους των χελιών.
Βιότοπος: Παράκτιο, βενθικό ψάρι που ζει στα όρια της υφαλοκρηπίδας και σε βυθούς πέτρινους, μέσα σε ρωγμές βράχων και κρύπτες που καλύπτονται από φύκια. Είναι νυχτόβιο, αρπακτικό ψάρι. Τρέφεται με ψάρια και μαλάκια. Το μήκος της φτάνει μέχρι 1,30 μ. Η όψη της είναι άγρια και επιβλητική, γεγονός που φανερώνει μεγάλη αδηφαγία και αρπακτικότητα. Προτιμά όμως λίγο βαθύτερα νερά.
Στο αίμα της υπάρχει μία τοξική ουσία (μισό γραμμάριο από την τοξίνη αυτή όταν εισαχθεί με ένεση στο αίμα ενός μεγάλου σκυλιού, επιφέρει το θάνατο σε 4'). Η τοξίνη αυτή είναι ευαίσθητη στη θερμότητα, αλλά δεν δρα με πέψη, παρά μόνο παρεντερικά. Στον ουρανίσκο της έχει έναν αδένα με δηλητήριο, όπως τα δηλητηριώδη φίδια, που επικοινωνεί με ένα δόντι. Οταν δαγκώσει το θύμα της, χύνει το δηλητήριο όπως ακριβώς και η οχιά.
Ψαρεύεται με ειδικά παραγάδια και πετονιές. Απαιτείται μεγάλη προσοχή όταν τη φέρνουμε επάνω, γιατί είναι επικίνδυνη και δαγκώνει. Η σμέρνα γίνεται ακίνδυνη μόλις βγει από το νερό και όταν περιχυθεί με ξύδι.
Γεωγραφική εξάπλωση: Ανατολικός Ατλαντικός, Μεσόγειος, ελληνικές θάλασσες.
Τεχνολογικά στοιχεία: Κρέας αρκετά νόστιμο και παχύ. Ήταν σε μεγάλη εκτίμηση από τους αρχαίους έλληνες (το αγαπητό τους φαγητό) και τους ρωμαίους, οι οποίοι τη μεγάλωναν μέσα σε ιχθυοτροφεία.